- εθειρολόγος
- ἐθειρολόγος, ο (Α)χειρουργικό εργαλείο, πιθ. λαβή για αποτρίχωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐθειρολόγος — tweezer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek